Κυριακή 1 Μαΐου 2011

ΟΙ ΚΑΤΑΙΓΙΔΕΣ (της Νικολέττας Τζιανουδάκη)

Οι καταιγίδες

Η θύμηση χτυπάει τ’  άκρα σου
Σαν τα βαριά αρθριτικά
Κι αναρωτιέσαι
Μην ήσουνα καλύτερα
Στα παλαιινότερα χρόνια σου
Εγκολπωμένος στη σπιτική σου θαλπωρή
Που ονειρευόσουν καταιγίδες

Τώρα ούτε σπίτι έχεις,
Ούτε καταιγίδες ονειρεύεσαι
Την περιπέτειά σου και το θάρρος σου
Έβγαλες πρόωρα στο σφυρί
Γιατί
Αυτοί που σπίτι έχουν ακόμη
Πληρώνουν αδρά μια καταιγίδα σου
Να τους δανείσεις
Κι όλο και πιο συρρικνωμένος νιώθεις
Έτσι που πάγκος λαϊκής η ιδεολογία σου κατάντησε

Αυταπάτη κι αυτή, Τάκη μου,
Να πιστέψεις
Πως δυνατότερός τους είσαι
Κι έτσι άδοξα
Να καταστρέψεις τη ζωή σου
Όταν θα μπόραγες ν’ αγόραζες κι εσύ
Τις καταιγίδες άλλων
Και τυλιγμένος στα ζεστά σου
Στο σαλόνι σου να τις παρακολουθείς
(ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΤΖΙΑΝΟΥΔΑΚΗ)

ΟΡΙΟ (της Νικολέττας Τζιανουδάκη)

ΟΡΙΟ

Κάπως έτσι φτιάχνονται οι καταστάσεις δικέ μου, χωρίς πολλά πράγματα, χωρίς πομπώδεις προετοιμασίες, μ’ ένα καλό τσιγάρο, παίζοντας ένα κομμάτι που ακούγοντας το νομίζεις πως κάποιος σκίζει στο background συνεχώς αλουμινόχαρτα, η ηχογράφηση γρασάρει, η φωνή γρασάρει, τόσο όσο να μπλέκονται όλες  οι χορδές μαζί, κι εσύ χτυπάς παρόλαυτά το χέρι ρυθμικά στο τραπέζι, εκτοξεύεις μπρος πίσω το στομάχι σου, βάζεις το τσιγάρο στο στόμα γέρνοντας το κεφάλι τελείως, τόσο τελείως ώσπου να μπουκωθείς απ’ τον καπνό που δεν μπορείς να φυσήξεις και ν’ αρχίσεις να βήχεις ηδονικά, απολαμβάνοντας το πνίξιμό και την ασφυξία σου, κουνώντας το κεφάλι μαζί με το τσιγάρο πάντα δυνατά, τόσο δυνατά ώσπου να το ξεβιδώσεις, και κάπως έτσι δικέ μου, χωρίς πολλά λόγια κι αιτίες αντικειμενικές, βρίσκεσαι από τον έκτο στον πρώτο και τανάπαλιν, were rolling together baby, εσύ εκεί κι εσύ πάλι κάπου πιο πέρα, τρίβοντας πια το χέρι πάνω στο τραπέζι τόσο που το δέρμα να καίγεται, όρια η λέξη, το κομμάτι γρασάρει, τα αλουμινόχαρτα σκίζονται, καίγεται το δέρμα, χορεύεις για κάποιον που δε σε βλέπει και πρώτη φορά φτάνεις μέχρι το ταβάνι, το κεφάλι χτυπάει στο ταβάνι, δεν είναι τί πιστεύεις αλλά τί είσαι, δεν είναι τί θες αλλά τί κάνεις,  κι ύστερα, πώς να κοιμηθείς, σ’ ένα δωμάτιο πηγμένο στον καπνό και στα αλουμινόχαρτα, και κάπως έτσι δεν κοιμάσαι και βγαίνεις στο δρόμο κουβαλώντας το γράσο και τ’ αλουμινόχαρτα κι ενώνεσαι με όλους τους απόκληρους αυτού του κόσμου, κι αποξενώνεσαι απ’ όλους τους μη απόκληρους αυτού του κόσμου που σε’ μάθαν πως το να θες να χτυπήσεις το κεφάλι στο ταβάνι και τελικά να το χτυπάς είναι αμάρτημα, να μην το κάνεις ποτέ σου ψιθύριζαν, γιατί αλλιώς σ’ αρπάζουν και σε χώνουν σε κάτι άσπρο και προφυλαγμένο, για’ σένα, γι’ αυτούς, ποτέ δεν διευκρινίζουν, και κάπως έτσι σμπαραλιάζονται τα πρώτα όρια του εγκεφάλου σου χυμένα έξω απ’ το κρανίο όλα όσα σου’ μάθαν στο σχολείο, για να’ρθουν τα επόμενα όρια να ξαναθέσουν αυτόν τον κόσμο στις νόρμες του, είσαι στο σπίτι κι είναι αργά και το κομμάτι παίζει διαπασών, κι εσύ σκαλίζεις καλλικατζούρες που δεν διαβάζονται κι ακόμη τρίβεις το χέρι που χει κάψει πια, σχεδόν το μυρίζεις, κι όμως εξακολουθείς να το τρίβεις ασταμάτητα, με λύσσα, με μανία, ένα κοινότυπο βράδυ που τίποτ’ άλλο δεν είχες να κάνεις απ’ το να σκαλίζεις καλλικατζούρες πάνω σε μια λευκή, κατάλευκη, άσπιλη κόλλα, απόλυτα δεκτική στην πίεσή σου, σα γυναικεία μήτρα, κάπως έτσι ερωτεύεσαι τον τύπο που γρασάρει φωναχτά και δεν τον ξέρεις, δεν τον έχεις δει ποτέ σου, και κάπως έτσι, με τόση ευκολία, χωρίς καμία προηγούμενη προετοιμασία δικέ μου, μην ακούς τί σου λεν οι λοιποί, σμπαραλιάζονται και τα δεύτερα όρια, εκείνα που σου’ μάθαν άνθρωποι σωστοί και καλοστεκούμενοι, πρότυπα στην κοινωνία, πως δεν πρέπει να τρίβεις τόσο το χέρι σου που’ χει αρχίσει και ματώνει, πως δεν πρέπει να ερωτεύεσαι αγνώστους, κάπως έτσι, λοιπόν, σμπαραλιάζονται όλα τα όρια που σου’ βάλαν όλοι όσοι δεν μπορείς αυτή τη στιγμή να θυμηθείς, κι είναι τόσοι πολλοί πανάθεμά τους, που και να μην έτριβες το χέρι σου και να μην σφάδαζες τώρα απ’ τον πόνο, πάλι δεν θα μπορούσες να τους θυμηθείς όλους έναν προς ένα γαμώτο τους, όσο πάει και γίνονται περισσότεροι, μια λερναία Ύδρα εκκολάπτεται σ’ ένα μέρος κρυφό μα τόσο πολύ κοντά στον κόρφο σου, αλλά δεν μπορείς να τους εντοπίσεις, ξεφεύγουν οι άτιμοι πολύ κι αυτή η υποψία πως αν τους εντόπιζες θα τρόμαζες με το ποιοι είναι ξεπηδά σα ψιλή φωνούλα κάπου απ’ το στέρνο σου και χιχιρίζει, γι’ αυτό κι εσύ αποφασίσεις να μην τους ανακαλύψεις ακόμη, τουλάχιστον όχι ακόμη, τουλάχιστον, ακόμη όχι τουλάχιστον, όχι, ίσως όχι, τουλάχιστον ίσως … σιωπή.
Νικολέττα Τζιανουδάκη